μετάβολος — μετάβολος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον αντίγραφο|| αρχ. 1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.) 2. αυτός που πωλεί λειανικά (α.… … Dictionary of Greek
μετάβολος — changeable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάβολον — μετάβολος changeable masc/fem acc sg μετάβολος changeable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβόλου — μετάβολος changeable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβόλους — μετάβολος changeable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβόλων — μετάβολος changeable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβόλῳ — μετάβολος changeable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάβολα — μετάβολος changeable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάβολοι — μετάβολος changeable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… … Dictionary of Greek
πολυμετάβολος — ον, Α αυτός που μεταβάλλεται πολύ εύκολα, ευμετάβλητος, ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μετάβολος «μεταβλητός» (πρβλ. αει μετάβολος)] … Dictionary of Greek