μετάβολος

μετάβολος
μετάβολ-ος, ον,
A changeable, Plu.2.428b, Ptol.Tetr.96.
II as Subst., = μεταβολεύς 1, huckster, retail dealer, opp. ἔμπορος, GDI iv p.876 (Chios, prob. from Erythrae, iv B. C.), cf. PRev.Laws 48.3 (iii B. C.), LXX Is.23.2,3, PTeb.116.20 (ii B. C.), Sch.Ar.Pax446;

τοὶ μ. τοὶ ἐν τοῖς ἰχθύσιν SIG1000.21

(Cos, i B. C.): as Adj., ἱματιοπῶλαι μ. retail clothes-dealers,
OGI629.83 (Palmyra, ii A. D.);

μ. ἁλιεῖς Ostr.1449

(ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετάβολος — μετάβολος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον αντίγραφο|| αρχ. 1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.) 2. αυτός που πωλεί λειανικά (α.… …   Dictionary of Greek

  • μετάβολος — changeable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάβολον — μετάβολος changeable masc/fem acc sg μετάβολος changeable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβόλου — μετάβολος changeable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβόλους — μετάβολος changeable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβόλων — μετάβολος changeable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβόλῳ — μετάβολος changeable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάβολα — μετάβολος changeable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάβολοι — μετάβολος changeable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… …   Dictionary of Greek

  • πολυμετάβολος — ον, Α αυτός που μεταβάλλεται πολύ εύκολα, ευμετάβλητος, ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μετάβολος «μεταβλητός» (πρβλ. αει μετάβολος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”